- λεπαίαν
- λεπαί̱ᾱν , λεπαῖοςof a scaurfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπαίος — λεπαῑος, αία, ον (Α) [λέπας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απόκρημνο τόπο («λεπαίαν δ ὀφρύην καθήμενος σκοπεῑ», Ευρ.) 2. βραχώδης, πετρώδης … Dictionary of Greek